Αχ

[Συγκλονιστικὸ κείμενο, ἀπ' ἀρχῆς μέχρι τέλους. Ἀπὸ τὸ βιβλίο τοῦ Χρ. Γιανναρᾶ «Παιδεία καὶ Γλώσσα». Πρωτοδημοσιεύτηκε στὴν ἐφ. «Καθημερινή»]

Τὰ τρακτὲρ καὶ τὸ μονοτονικό (15-12-1996)
τοῦ Χρήστου Γιανναρᾶ


Ἂς ὑποθέσουμε ὅτι τὴν πρόταση τοῦ ἐκδότη τῆς «Καθημερινῆς» κ. Ἀντώνη Καρκαγιάννη τὴν ἀποδέχονται καταρχὴν οἱ συντάκτες τῆς ἐφημερίδας. Ἂς ὑποθέσουμε ὅτι τὴν ὑιοθετεῖ καὶ ὁ ἰδιοκτήτης, ὁ κ. Ἀριστείδης Ἀλαφοῦζος. Καὶ ἐμφανίζεται στὸν δημοσιογραφικὸ χῶρο τὸ ἔγκυρο φύλλο τυπωμένο μὲ σύστημα πολυτονικό. Ποιό θὰ εἶναι τὸ κέρδος, ποιό τὸ ἀποτέλεσμα;

Ὁ κ. Ἐ. Κριαρᾶς («Καθημερινή», 1.12.96) ἔχει δίκιο: «Τὸ μονοτονικὸ τὸ ἔχει χωνέψει ὁ ἑλληνικὸς λαός». Μοῦ ἀρέσει ἡ σαφῶς παραπεμπτικὴ σὲ καταναλωτικὲς λειτουργίες ἔκφρασή του. Ἡ καθιέρωση τοῦ μονοτονικοῦ ἀνταποκρίθηκε σὲ καθαρὰ καταναλωτικὲς προτεραιότητες, προτεραιότητες «εὐκολίας» καὶ «χρησιμότητας». Δὲν θὰ ξεχάσω ποτὲ ἕνα κύριο ἄρθρο, πρωτοσέλιδο, στὴν ἐφημερίδα «Τὸ Βῆμα» (λίγα χρόνια πρὶν ἐπιβληθεῖ τὸ μονοτονικό) ποὺ ἐξηγοῦσε πόσα χρήματα θὰ κέρδιζε ἡ ἐθνικὴ οἰκονομία ἂν οἱ γραφομηχανὲς καὶ τὰ τυπογραφεῖα δούλευαν χωρὶς τόνους καὶ πνεύματα. Ἐξάλλου εἶναι γνωστὸ ὅτι ἡ μοναδικὴ μελέτη στὴν ὁποία στηρίχθηκε ἡ Βουλὴ τῶν Ἑλλήνων γιὰ νὰ ἐπιβάλει ὁμόφωνα τὸ μονοτονικὸ ἦταν μιὰ ἔκθεση τῆς ἑταιρείας Ὀλιβέττι. Τὸ μονοτονικὸ στὴν Ἑλλάδα μᾶς τὸ σερβίρησαν νὰ τὸ «χωνέψουμε» οἱ πολυεθνικές. Σὲ ἐποχὴ ποὺ τὸ κυβερνῶν κόμμα ρητορικὰ τὶς ἀναθεμάτιζε.

Ἀκολούθησαν γλωσσολόγοι, φιλόλογοι καὶ παιδαγωγοὶ μὲ καταιγισμὸ ἐγκεφαλικῶν ἐπιχειρημάτων γιὰ τὴ «χρησιμότητα» τῶν ὀρθογραφικῶν ἁπλουστεύσεων. Ὡσὰν ἡ γλώσσα καὶ ἡ γραφή της νὰ εἶναι μόνο ἕνα σύνολο κωδικῶν σημάτων χρηστικῆς ἐπικοινωνίας - ὡσὰν οἱ λέξεις νὰ μὴν κομίζουν βιωματικὸ φορτίο ἀκόμα καὶ στὴν ὀπτική τους εἰκόνα. Ὅμως γιὰ τὸ γεγονὸς ὅτι ἕνας λαὸς ἀποσπάστηκε βίαια ἀπὸ τὴ μορφολογία τῆς γραφῆς του -πολιτιστικὴ συνέχεια δύο χιλιάδων χρόνων- δὲν εὐθύνονται οὔτε οἱ πολυεθνικὲς οὔτε οἱ χρησιμοθῆρες φιλόλογοι. Τὸ ἱστορικὸ ἔγκλημα βαραίνει τοὺς ἀφελληνισμένους πολιτικοὺς ποὺ ἐπέβαλαν τὸ μονοτονικὸ στὴν ἐκπαίδευση. Ἀπὸ τὴ στιγμὴ ποὺ τὰ ἑλληνόπουλα παγιώνουν στὰ σχολειὰ μονοτονικοὺς ἐθισμούς, καμιὰ πολυτονικὴ ἔκδοση τῆς «Καθημερινῆς» ἢ καὶ ὅλων τῶν ἐφημερίδων δὲν μπορεῖ νὰ ἀναχαιτίσει τὴν καταστροφή.

Δὲν εἶμαι γλωσσολόγος καὶ δὲν ἔχω τεχνικὲς γνώσεις νὰ ἀντιπαρατάξω στὸν κ. Κριαρᾶ καὶ στοὺς ὁμοτέχνους του. Εἶμαι ἕνας ἁπλὸς πολίτης, ἀπὸ τοὺς τελευταίους ποὺ ἀξιώθηκαν τὸ δῶρο νὰ ἀποκτήσουν στὸ σχολειὸ πρόσβαση σὲ κάθε φάση ἐξέλιξης τῆς γλώσσας μου ἀπὸ τὰ πανάρχαια χρόνια ὥς σήμερα. Καὶ τὸ ὀφείλω κυρίως σὲ ἕναν κυνηγημένο ἀριστερὸ φιλόλογο - ἀπὸ ἐκείνους τοὺς ἀριστεροὺς δασκάλους τῆς μετεμφυλιακῆς Ἑλλάδας ποὺ θυσιάστηκαν γιὰ μιὰ
κοινωνιοκεντρικὴ ἀριστερὰ καὶ μιὰ συνειδητοποιημένη ἑλληνικότητα, ὄχι γιὰ τὴν καταναλωτικὴ χρησιμοθηρία καὶ τὸν «προοδευτικὸ» διεθνισμό. Τοῦ ὀφείλω τὴ μέθη τῆς γεύσης τῶν ἀρχαιοελληνικῶν κειμένων, ἀλλὰ καὶ τὴν ἀμείλικτη ἀπαιτητικότητα γιὰ σωστοὺς τόνους καὶ πνεύματα, γιὰ ἀπομνημόνευση -ναί, γονιμότατη ἀπομνημόνευση- κανόνων τονισμοῦ, ἀνώμαλων ρημάτων, συλλαβικῶν ἢ χρονικῶν αὐξήσεων καὶ ἐγκλίσεων.

Δὲν ἔχω νὰ ἀντιτάξω στὰ ἐπιχειρήματα γιὰ τὸ μονοτονικὸ παρὰ μόνο τὴν αἴσθηση ποιότητας ζωῆς ποὺ μοῦ γεννάει ἡ φράση τοῦ Ἀριστοτέλη: «τὸ ζητεῖν πανταχοῦ τὸ χρήσιμον ἥκιστα ἁρμόττει τοῖς μεγαλοψύχοις καὶ ἐλευθερίοις» (
Πολιτικά, 1338b 2-4). «Ἡ Ἑλλάδα εἶναι μιὰ συγκεκριμένη αἴσθηση, θ' ἄξιζε νὰ βρεθεῖ γι' αὐτὴν (τὴν αἴσθηση) ἕνα γραμμικὸ σύμβολο» ἔλεγε ὁ Ἐλύτης. Σὲ αὐτὴ τὴν αἴσθηση τῆς Ἑλλάδας κάποια μετοχὴ ἔχουν καὶ τὰ γραμμικὰ σύμβολα τῶν τόνων καὶ τῶν πνευμάτων. Πῶς ἀλλιῶς νὰ τὸ πῶ; Τὰ σημερινὰ παιδιὰ ξέρουν ὀπτικὰ τὴν ἀρχαία ἑλληνικὴ σὰν γλώσσα ἄλλη καὶ ξένη πρὸς τὴ σημερινὴ μονοτονική τους γραφή -δὲν καταλαβαίνουν αὐτὸ ποὺ λέει καὶ πάλι ὁ Ἐλύτης: «Ἡ κάθε διακύμανση, τὸ κάθε κόμμα, οἱ παῦλες, οἱ παύσεις, οἱ παρενθέσεις νὰ συνθέτουν μιὰ φυσιογνωμία μοναδική, τὴ ζωφόρο τοῦ γραπτοῦ λόγου».

Ἡ γλώσσα καὶ ἡ γραφή της κρατήθηκαν ἀνέπαφες τετρακόσια ὁλόκληρα χρόνια στὴν Τουρκοκρατία. Καὶ ἐμεῖς θυσιάσαμε, σὲ μιὰ νύχτα μέσα, τὴ μορφική της (καὶ ὄχι μόνο) συνέχεια στὸν βωμὸ τῆς χρησιμοθηρικῆς εὐκολίας καὶ τῶν «ἁπλουστεύσεων». Μοῦ θυμίζει τὸ μονοτονικὸ τὸ ὄνειρο ποὺ περιγράφει ὅτι εἶδε ὁ Σεφέρης: νὰ παίρνει σὲ πλειστηριασμὸ τὸν Παρθενώνα μιὰ ἀμερικάνικη ἑταιρεία καὶ νὰ πελεκάει τὶς κολόνες του γιὰ νὰ τοὺς δώσει τὸ σχῆμα ὑπέρογκων σωληναρίων ὀδοντόπαστας. «Τζένιο ἡ κυβέρνησή μας, μὲ τὴν ἀμερικάνικη ὀδοντόπαστα σώθηκε ὁ προϋπολογισμός μας γιὰ δεκαετίες!».

Χίλια χρόνια στὸ λεγόμενο «Βυζάντιο», τὰ παιδιὰ μάθαιναν ἀνάγνωση καὶ γραφὴ μὲ ἀλφαβητάρι τὸν Ὅμηρο. Καὶ στὴν Τουρκοκρατία, μὲ τὸ ψαλτήρι καὶ τὸ Ὀκτωήχι. Ἐκεῖ θεμελιώθηκε ἡ ζωντανὴ ἐξέλιξη ποὺ ἔδωσε τὴ ρωμαλέα δημώδη γλωσσολαλιά· ἐκεῖ, στὴν ἐργώδη ἄσκηση τῆς ἐκφραστικῆς στερεότητας, ἄρρηκτα δεμένης μὲ τὴ μορφικὴ εὐσχημοσύνη. Ἐμεῖς θεωρήσαμε τὴ γλώσσα (ἴσως αὔριο καὶ τὸν Παρθενώνα) φέουδο τῆς κάθε κυβέρνησης, καὶ ἦρθε ὁ κ. Ράλλης μὲ κρατικὰ διατάγματα νὰ ἐπιβάλει γλωσσικοὺς νάρθηκες, γιὰ νὰ ἀκολουθήσει τὸ «ἀποφασίζομεν καὶ διατάσσομεν» τῆς Βουλῆς γιὰ τὸ μονοτονικό.

Ἡ Ἑλλάδα εἶναι μιὰ συγκεκριμένη αἴσθηση καὶ ἴδια αἴσθηση εἶναι ἡ γραφὴ τῆς γλώσσας. Ὁ κ. Κριαρᾶς μπορεῖ νὰ ἔχει θαυμαστὲς γνώσεις γλωσσολογίας καὶ ὁ κ. Ράλλης σεβαστὲς ἱκανότητες στὴ διαχειριστικὴ πολιτική. Ἀλλὰ στὰ ἐπιχειρήματα ποὺ ἐξακολουθοῦν ὣς σήμερα νὰ παραθέτουν ὑπερασπιζόμενοι τὸ ἔγκλημα γιὰ τὸν ἀνθρώπινο πολιτισμό, τὸ συντελεσμένο μὲ τὴν κρατικοποιημένη δημοτικὴ καὶ τὸ μονοτονικό,
αἴσθηση τῆς Ἑλλάδας δὲν ὑπάρχει.

Ἀγαπητέ μου Ἀντώνη Καρκαγιάννη, μὴν ξεχνᾶς τὸν προφητικὸ Σεφέρη: «Εἴμαστε οἱ τελευταῖοι ποὺ μιλᾶμε ἑλληνικά, σὲ λίγο αὐτὸ τὸν τόπο δὲν θὰ τὸν λένε Ἑλλάδα, θὰ τὸν λένε Ἑλλαδέξ». Ἄκου τὴ γλώσσα τῶν πολιτικῶν μας ταγῶν, ἄκου τοὺς ἐκφωνητὲς σὲ ραδιόφωνα καὶ τηλεοράσεις, ἔλα νὰ δεῖς τὰ γραπτὰ τῶν φοιτητῶν στὸ πανεπιστήμιο. Ἀφουγκράσου τὸν ὀρυμαγδὸ τῶν ἀγροτικῶν τρακτὲρ ποὺ ἔχουν ἀποκλείσει τὶς ἐθνικὲς ὁδούς - ναί, εἰκονογραφοῦν τοὺς στόχους τῶν γλωσσικῶν καὶ ἐκπαιδευτικῶν μας μεταρρυθμίσεων: εἴμαστε ἕτοιμοι νὰ χύσουμε τὸ αἷμα μας γιὰ τὸ χρήσιμο καὶ τὸ ἡδονικό, γιὰ περισσότερες καταναλωτικὲς διευκολύνσεις.

Σχόλια